- Βίλνιους
- (ρωσ. Vilna, πολων. Wilnο). Πόλη (553.000 κάτ. το 2001) και πρωτεύουσα της Λιθουανίας. Είναι χτισμένη εκατέρωθεν του ποταμού Βίλιγια. Ιδρύθηκε τον 10o αι. σε μια περιοχή κατοικημένη από Λευκορώσους και το 1323 έγινε πρωτεύουσα του μεγάλου δουκάτου της Λιθουανίας και σημαντικό εμπορικό κέντρο. Καταστράφηκε από τους Τεύτονες Ιππότες, αλλά αργότερα, το 1387, έγινε επισκοπική έδρα και γνώρισε περίοδο μεγάλης ευημερίας έως τον 16ο αι. Υπέστη στη συνέχεια σοβαρές ζημιές κατά τη διάρκεια του ρωσοπολωνικού πολέμου και το 1795, με την προσάρτηση του μεγάλου δουκάτου της Λιθουανίας στη Ρωσία, έγινε πρωτεύουσα ρωσικού κυβερνείου. Στη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου πολέμου την κατέλαβαν οι Γερμανοί, οι οποίοι την κατείχαν από το 1918 έως το 1920, ύστερα πέρασε στους Πολωνούς, στους Ρώσους, στους Λιθουανούς και τελικά κατέλαφθη από τα εθελοντικά πολωνικά στρατεύματα του στρατηγού Ζελιγκόφσκι. Το 1939 την κατέλαβαν οι Ρώσοι και τον επόμενο χρόνο την προσάρτησαν στην ΕΣΣΔ. Κατά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο κατελήφθη και πάλι από τους Γερμανούς, οι οποίοι εξολόθρευσαν όλο τον εβραϊκής καταγωγής πληθυσμό. Μετά τη λήξη του πολέμου, η πόλη, όπως και όλη η περιοχή της Βαλτικής χερσονήσου, πέρασε στη Σοβιετική Ένωση και μετά τη διάλυσή της, έγινε πρωτεύουσα του νέου κράτους της Λιθουανίας.
Αξιόλογα μνημεία της πόλης είναι τα ερείπια του γοτθικού φρουρίου, οι εκκλησίες του Αγίου Φραγκίσκου και του Αγίου Νικολάου (15ος αι.), οι εκκλησίες της Αγίας Άννας και του Αγίου Βερνάρδου, γοτθικού ρυθμού, του Αγίου Μιχαήλ, αναγεννησιακού ρυθμού, και η νεοκλασικού ρυθμού μητρόπολη. Το πανεπιστήμιο της Β. (16ος αι.) προήλθε από τη Γεωφυσική Ακαδημία που είχε ιδρύσει ο Στέφαν Μπάτορι. Η πόλη έχει επίσης σχολές παιδαγωγικής, καλλιτεχνικά ιδρύματα και ωδείο. Είναι εμπορικό κέντρο (ξυλεία και αγροτικά προϊόντα) και βιομηχανικό (βιομηχανίες κατασκευής μηχανών, ηλεκτρομηχανικές, χημικές, υφαντουργικές, κατεργασίας δέρματος, τροφίμων και ξυλείας).
Άποψη της πρωτεύουσας της Λιθουανίας Βίλνιους, που είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Βίλιγια.
Dictionary of Greek. 2013.